- ανοίκτιστος
- ἀνοίκτιστος, -ον (Α)1. ο άκλαυτος, αυτός που δεν τον θρήνησαν2. ο ανοικτίρμων, ο ανηλεής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + οίκτιστος «ο πολύ αξιοθρήνητος» (ανώμ. υπερθετ. του οικτρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνοίκτιστος — unmourned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικτίστως — ἀνοίκτιστος unmourned adverbial ἀνοίκτιστος unmourned masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοίκτιστον — ἀνοίκτιστος unmourned masc/fem acc sg ἀνοίκτιστος unmourned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικτίστοις — ἀνοίκτιστος unmourned masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)